- μετροῦνται
- μετρέωmeasurepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δενδρόμετρο — το δασικό όργανο με το οποίο μετρούνται κατά προσέγγιση οι διαστάσεις τών όρθιων δένδρων και υπολογίζεται το ποσό τής οικοδομήσιμης ξυλείας, την οποία μπορεί καθένα να αποδώσει … Dictionary of Greek
καμπυλόμετρο — το τοπογραφικό όργανο με το οποίο μετρούνται τα μήκη τών καμπύλων γραμμών πάνω στους χάρτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + μετρο (< μέτρο), πρβλ. ταχύ μετρο, υπο δεκά μετρο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, με αντιδάνειο το β συνθετικό της,… … Dictionary of Greek
κλισιόμετρο — το 1. τεχνολ. φορητό όργανο με το οποίο μετρούνται κατακόρυφες γωνίες 2. φρ. ναυτ. «κλισιόμετρο πλοίου» όργανο με το οποίο μετρείται η προς κάποια πλευρά κλίση τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinometer < clino (πρβλ. κλίνη), τ … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
οικονομετρία — Διεθνής όρος πλασμένος από τα ελληνικά, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κλάδου της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα δεδομένα που προσφέρει η στατιστική, με σκοπό να δώσει την… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
προσωπόμετρο — το, Ν είδος μηχανήματος με το οποίο μετρούνται οι αποστάσεις μεταξύ διαφόρων σημείων τού προσώπου … Dictionary of Greek
τρεμογράφος — ο, Ν όργανο με το οποίο μετρούνται οι τρομώδεις κινήσεις τού χεριού κατά την κατάσταση τού τρόμου … Dictionary of Greek
υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… … Dictionary of Greek
χρονοσκόπιο — το, Ν μετρολ. όργανο με το οποίο μετρούνται με ακρίβεια πάρα πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronoscope < χρόνος + σκόπιο (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον πληθ. χρονοσκόπια, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek